- σαρκοφθόρος
- σαρκο-φθόρος, ον,A flesh-consuming,
αἴγλη Orph.H. 70.7
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αἴγλη Orph.H. 70.7
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σαρκοφθόρος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που φθείρει, που καταστρέφει τη σάρκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + φθόρος (< φθείρω), πρβλ. μητρο φθόρος, ψυχο φθόρος] … Dictionary of Greek
σαρκοφθόρον — σαρκοφθόρος flesh consuming masc/fem acc sg σαρκοφθόρος flesh consuming neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάρκα — η / σάρξ, σαρκός, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σύρξ Α 1. το μυώδες μέρος τού σώματος τών ανθρώπων και τών ζώων, το κρέας (α. «στα μέρη όπου λαγωνικά τα δάχτυλα / μυρίζονται τη σάρκα», Ελύτης β. «ἔγκατά τε σάρκας τε καὶ ὀστέα», Ομ. Οδ.) 2. το μέρος αυτό τού… … Dictionary of Greek